- παρόρνυμι
- παρόρνυμι,A urge on,
παρὰ μητέρα μύθοις ὄρνυθι A.R.3.486
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρὰ μητέρα μύθοις ὄρνυθι A.R.3.486
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρόρνυμι — Α παροτρύνω, παρακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρνυμι «κινώ, εξεγείρω»] … Dictionary of Greek